- παραδάκι
- το (чаще πλ. ) деньги;
έχω παραδάκι ( — или παραδάκια) — быть богатым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω παραδάκι ( — или παραδάκια) — быть богатым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδάκι — το (στον εν. και στον πληθ.) χρήματα, λεφτά φρ. «τό φυσάει το παραδάκι» ή «έχει πολλά παραδάκια» έχει πολλά χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. παράδ ες τού παράς + υποκορ. κατάλ. άκι] … Dictionary of Greek
παραδάκι — το χρήμα ή χρήματα: Πρέπει να πήρατε αρκετό παραδάκι από την πούληση των καπνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αδάκι — κατάληξη υποκοριστικών, π.χ. φτωχ αδάκι, βορι αδάκι, ντολμ αδάκι. Αποτελεί επεκτεταμένη μορφή τής υποκοριστικής καταλήξεως άκι από την κατάληξη τού πληθ. αδες, π.χ. παράς παράδες παραδάκι … Dictionary of Greek